-
1 железный
επ.1. σιδερένιος•-ая кровать σιδερένιο κρεβάτι.
|| σιδηρούχος•-ая руда σιδηρομετάλλευμα•
-ые рудники σιδηρωρυχεία. -лом παλιοσίδερα.
2. μτφ. δυνατός, ισχυρός, άκαμπτος•-ая воля ισχυρή θέληση•
железный закон σιδερένιος νόμος•
железный кулак σιδερένια γροθιά•
-ая дисциплина σιδερένια πειθαρχία.
εκφρ.железный блеск – οξείδιο του σιδήρου•железный век – εποχή του σιδήρου•- ое дерево – το σιδηρόξυλο•- ая дорога – σιδηροδρομική οδός ή γραμμή• τα ιδρύματα των σιδηροδρομικών•железный шпат – ο σιδερίτης. -
2 лом
1. (инструмент) о λοστός 2. (матери-ал) τα παλιοσίδεραразг. το σκράπ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лом